-
1 περι-πτίσσω
περι-πτίσσω (s. πτίσσω), ringsum enthülsen, aushülsen, Getreide von Hülsen u. Spreu reinigen, Theophr.; übertr., ἐσμὲν περιεπτισμένοι, Ar. Ach. 481, worauf folgt τοὺς γὰρ μετοίκους ἄχυρα τῶν ἀστῶν λέγω; vgl. Poll. 7, 24; übertr. auch bei Philostr., δρομικώτερον καὶ περιεπτισμένον τὸ εἶδος, schlank, dünn.
См. также в других словарях:
περιπτίσσω — Α 1. αφαιρώ τον φλοιό γύρω γύρω, ξεφλουδίζω 2. (ειδικά) αλωνίζω και καθαρίζω σιτηρά από τα άχυρα 3. (η μτχ. αρσ. πληθ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) oἱ περιεπτισμένοι μτφ. αστοί απαλλαγμένοι από ξένα στοιχεία, αμιγείς αστοί («ἀλλ ἐσμὲν αὐτοὶ νῡν γε… … Dictionary of Greek